- κρέκω
- κρέκω (Α)1. πλήττω, κρούω («οὔτοι δύναμαι κρέκην, τὸν ἴστον» — δεν μπορώ να χτυπώ το ύφασμα στον αργαλειό με το χτένι, Σαπφ.)2. υφαίνω («εἰ δὲ κἄκρεκον πέπλους», Ευρ.)3. χτυπώ τις χορδές μουσικού οργάνου με πλήκτρο4. (γενικά) παίζω όργανο5. αναδίδω οξύ ήχο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *krek- «χτυπώ». Συνδέεται με αρχ. νορβ. hroell «ράβδος για ύφανση», αγγλοσαξ. hrēol «ανέμη», αρχ. -άνω γερμ. hregil «ύφασμα, ρούχο». Η αρχική σημ. τού τ. ήταν «υφαίνω», ενώ η σημ. η σχετική με τα έγχορδα όργανα είναι υστερογενής. Τα περισσότερα παράγωγά του εμφανίζουν την ετεροιωμένη βαθμίδα κροκ- της ρίζας.ΠΑΡ. κρόκη, κροκίδα(-ίς), κροκύδα (-ύς)αρχ.κρεγμός, κρεκάδια, κρεκτός, κρόκιον, κροκισμόςαρχ.-μσν.κροκόω, κροκυδίζω, κροκύδιον.ΣΥΝΘ. αρχ. διακρέκω, συγκρέκω, υποκρέκω].
Dictionary of Greek. 2013.